ἐξῆρχε

ἐξῆρχε
ἐξάρχω
begin
perf imperat act 2nd sg
ἐξάρχω
begin
perf ind act 3rd sg
ἐξάρχω
begin
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξάρχω — (AM ἐξάρχω [άρχω] κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.) μσν. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων 1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας 2. τελετάρχης αρχ. 1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ ὧδ ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.) 2. απαγγέλλω, εκφωνώ… …   Dictionary of Greek

  • πολυτάρακτος — ον, Α 1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τάρακτος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”